facing - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

facing - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Facing (disambiguation)

facing         
n. facing
orienté vers      
facing
face         
n. face; front; obverse

Ορισμός

facing
¦ noun
1. a piece of material sewn on the inside of a garment, especially at the neck and armholes, to strengthen it.
(facings) the cuffs, collar, and lapels of a military jacket, contrasting in colour with the rest of the garment.
2. an outer layer covering the surface of a wall.
¦ adjective positioned so as to face.

Βικιπαίδεια

Facing

Facing may refer to:

  • Facing (machining), a turning operation often carried out on a lathe
  • Facing (retail), a common tool in the retail industry to create the look of a perfectly stocked store
  • Facing (sewing), fabric applied to a garment edge on the underside
  • Facing (TV series), an American docudrama series
  • Facing colour or facings, a tailoring technique for European military uniforms where the visible inside lining of a standard military jacket, coat or tunic is of a different colour to that of the garment itself
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για facing
1. Commandé en 2005 par l‘administration Bush, le rapport intitulé «Facing the Hard Truths about Energy» («Faire face aux dures réalités dans le domaine de l‘énergie») se penche sur les perspectives ŕ l‘horizon 2030 pour l‘approvisionnement des Etats–Unis en pétrole et en gaz.